αναγλυφάριος

αναγλυφάριος
ἀναγλυφάριος, ο (Α) [ἀναγλυφή]
ο κατασκευαστής αναγλύφων, αντιγραφέας αναγλύφων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναγλυφή — η (Α ἀναγλυφή) ανάγλυφη παράσταση, ανάγλυφο νεοελλ. κατασκευή αναγλύφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγλύφω. ΠΑΡ. αρχ. ἀναγλυφάριος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”